- γιγγλυμώδης
- γιγγλῠμ-ώδης, ες,A = γιγγλυμοειδής, Arist.HA529a32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γιγγλυμώδης — γιγγλυμώδης, ες (Α) [γίγγλυμος) ο γιγγλυμοειδής … Dictionary of Greek
γιγγλυμώδει — γιγγλυμώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γιγγλυμώδης masc/fem/neut dat sg γιγγλυμώδεϊ , γιγγλυμώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)